Μες στην απραξία του ύπνου μου στην αδράνεια του σκοταδιού μου αξιώνεις στράτευση εξουθενωτική. Μου ζητάς φως, άπλετο φως, ηλίου φως ενώ έχουμε μεσάνυχτα, βαθύ σκοτάδι.
Να μεθύσω απ’ το δάκρυ των αστεριών και απ’ τις ερωτικές ενώσεις του Αυγερινού και της Πούλιας και ζαλισμένη απ’ τη μουσική του Απόλλωνα.
Δεν έχω ύπνο απόψε ζωντανές αισθήσεις ξεγυμνώνονται μπρος μου καλυμμένες στο σκοτάδι….Ξεπροβάλουν στη σκέψη μου γυμνά κορμιά δένδρων που σφίγγονται για να γευθούν αγνώστους πόθους.
Έστω και αν δεν ξέρω πού να φτάσω, πώς να φτάσω, τι να διαλέξω, ψηλαφώ….Φωνές υπόκοφες, ειρωνικές, με κερματίζουν…
Σε βλέπω να πλέκεις χρυσάνθεμα και κρίνα στις χρυσαφένιες μπούκλες σου. Παιδούλα αθώα, ρόδο αμάραντο ποιος σου τα δώρισε;