Νωρίτερα απολογήθηκε στο γραφείο του Ανακριτή και έριξε στην άτυχη Δώρα Ζέμπερη τις ευθύνες για τη δολοφονία της.
Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από τα δικαστήρια το μεσημέρι της Παρασκευής 10 Νοεμβρίου όπου απολογήθηκε ο 58χρονος Μανώλης Εσσατζανιάν-Σοροπίδης. Πολίτες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της αδελφής της Δώρας για συμπαράσταση, απείλησαν να τον λιντσάρουν.
Στο σημείο βρίσκονταν δυνάμεις των ΜΑΤ που είχαν παραταχθεί περιμετρικά του κτιρίου προκειμένου να απομακρύνουν με ασφάλεια τον κατηγορούμενο.
Κατά την προσαγωγή του, οι αστυνομικοί που τον μετέφεραν τρέχοντας, σκόνταψαν στα σκαλιά και ο 58χρονος έπεσε κάτω. Τότε η μητέρα της Δώρας του επιτέθηκε με ένα στυλό, φωνάζοντας του «θα σε σκοτώσω».
«Δεν θα τον αφήσω να ζήσει! Θα το πληρώσει! Θα τον κυνηγήσω και στον άλλο κόσμο», φώναζε ο πατέρας του θύματος. .
Η απολογία του Εσσατζανιάν ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις δύο το μεσημέρι, όπου αποφασίστηκε η προφυλάκισή του και κυριολεκτικά φυγαδεύτηκε από τα Δικαστήρια. Σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα από την οποία επήλθε θάνατος, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.
Στο μεταξύ, η αστυνομία έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία του κατηγορούμενου προκειμένου να ταυτοποιηθεί η συμμετοχή του σε παρόμοια αδικήματα που δεν έχουν καταγγελθεί στις Αστυνομικές Αρχές.
Τα «γύρισε» στον Ανακριτή και επέρριψε «ευθύνες» στο θύμα
Το θύμα κατηγόρησε στην απολογία του στον Ανακριτή λίγο έως πολύ ο δράστης, καθώς «γύρισε» τα όσα αποδέχτηκε κατά την ομολογία του στην Αστυνομία.
Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση την ληστεία παρά μόνο την κλοπή και πως το θύμα του επιτέθηκε και δεν τον άφηνε να φύγει… Είπε ακόμα ότι έπεφτε πάνω στο μαχαίρι που κρατούσε…
Ακολουθεί η απολογία του δράστη:
“Ήμουν σε κακή κατάσταση γιατί είχα δύο μέρες να πάρω τη δόση μου. Κάποια στιγμή είδα πάνω σ ένα πεζούλι μια τσάντα και πήγα να την κλέψω, καθώς θεώρησα ότι είχε χρήματα μέσα. Πήρα την τσάντα στα χέρια μου και κινήθηκα προς τα δεξιά για να φύγω. Τότε η παθούσα με έπιασε από τα μαλλιά , μου είπε «αλήτη την τσάντα μου» και προσπάθησε να πάρει την τσάντα της πίσω. Την κοπέλα δεν την είχα δει καθώς πρέπει να ήταν σ’ ένα παρεκκλήσι. Ακολούθησε πάλη με την κοπέλα κατά τη διάρκεια της οποίας πέσαμε στο έδαφος και οι δύο.
Στη συνέχεια έβγαλα το μαχαίρι που είχα στην κατοχή μου για να την φοβερίσω για να με αφήσει να φύγω. Όταν όμως η παθούσα είδε το μαχαίρι θύμωσε περισσότερο και με το ένα χέρι προσπάθησε να με πιάσει από το λαιμό και με το άλλο χέρι προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι που κρατούσα το μαχαίρι. Ενδεχομένως όμως έπιασε τη λεπίδα του μαχαιριού και έτσι δικαιολογούνται οι αμυχές που βρέθηκαν στο χέρι της. Τελικώς έπιασε το δικό μου χέρι κι εγώ στην προσπάθειά μου να την αποφύγω το τίναξα για να αποφύγω το δικό της και πρέπει να τη χτύπησα στο πρόσωπο. Ακολούθησε πάλη μεταξύ μας καθώς προσπαθούσα να ξεφύγω ενώ εκείνη δεν με άφηνε.
Το πλήγμα στη θωρακική χώρα που φαίνεται σοβαρό δε θυμάμαι πως ακριβώς επήλθε.
Το πιθανότερο είναι ότι την χτύπησα εγώ όταν βρισκόμουν επάνω της στην προσπάθειά μου να στηριχτώ γιατί μου κρατούσε τα χέρια. Έχασα την ισορροπία μου και ενδεχομένως τη χτύπησα στο στήθος με το μαχαίρι πέφτοντας πάνω της. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να έπεσε εκείνη πάνω στο μαχαίρι κατά τη διάρκεια της πάλης. Εκτιμώ ότι η πάλη με την παθούσα κράτησε πέντε με έξι λεπτά.
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε η παθούσα ότι έχει χτυπηθεί και με άφησε. Στηρίχτηκε στο ένα γόνατο για να σηκωθεί και άρχισε να περπατάει κρατώντας την κοιλιά και το αριστερό πλευρό της προς κάποιες γυναίκες από τις οποίες ζήτησε βοήθεια. Κατά τη διάρκεια της πάλης η παθούσα φώναξε δύο φορές «αστυνομία». Αμέσως αφού απομακρύνθηκε, πήρα την τσάντα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του νεκροταφείου, προς τις γραμμές του ΗΣΑΠ. Καθ’ οδόν διαπίστωσα ότι τα χέρια μου είχαν αίματα και τα σκούπισα με κάτι χαρτοπετσέτες που είχα στην τσέπη μου. Τις χαρτοπετσέτες τις πέταξα στο νεκροταφείο.
Βγήκα από το νεκροταφείο και προχώρησα προς το γήπεδο της Ριζούπολης, σε ένα οικόπεδο λίγο πιο κάτω, άδειασα την τσάντα και διαπίστωσα ότι μέσα είχε ένα πορτοφόλι το οποίο περιείχε πέντε ευρώ και τραπεζικές κάρτες. Πήρα τα χρήματα και το κινητό, ενώ την τσάντα την άφησα στο οικόπεδο. Ακολούθως κατέβηκα στην Ομόνοια και πήγα σε ένα μαγαζί Πακιστανών στην οδό Σοφοκλέους, όπου πούλησα το κινητό έναντι είκοσι ευρώ. Με τα χρήματα αυτά και τα πέντε ευρώ αγόρασα από την πλατεία Βάθης ναρκωτικά. Μετά από λίγες ημέρες όταν έμαθα το θάνατο της κοπέλας, πήγα στο οικόπεδο που είχα αφήσει την τσάντα, έριξα λίγο πετρέλαιο και την έκαψα”.
Δείτε περισσότερα για την υπόθεση ΕΔΩ.
Αφήστε μια απάντηση