Σε βλέπω να πλέκεις χρυσάνθεμα και κρίνα
στις χρυσαφένιες μπούκλες σου.
Παιδούλα αθώα, ρόδο αμάραντο
ποιος σου τα δώρισε;
Τι σου΄λεγε η νύχτα χθες ώρες ατελείωτες
και εσύ κοκκίνιζες και δάκρυζες και γελούσες;
Χλωμή, γλυκιά παρθένα
ποιος τον εφηβικό σου ύπνο τάραξε;
Γιατί πρόωρα ανθίζει η σάρκα σου
και το λυγερό κορμί σου ανατριχιάζει
ως τις άκρες του;
Τα χείλη σου, τα κόκκινα κεράσια
ποιος είναι κείνος που στα τρύγησε;
Τι κολασμένο και μεθυσμένο άρωμα
είναι τούτο που ξεχειλίζει απ’ τα σεντόνια σου;
Και τι σημάδι σαν το αίμα
σ΄αγκαλιάζει και κατεβαίνει μέχρι τα στήθη σου;
Ποιος σου΄δωσε και μύρισες τον παρθενικό
τον κρίνο;
Ξύπνα παιδούλα λυγερή
απ’ τον εφηβικό τον ύπνο
και κοίταξε τα σκέλη σου και το γυμνό κορμί σου
δεν είσαι πια αγνή
γίνηκες γυναίκα……
Αφήστε μια απάντηση