«Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από την οικογένεια και την ανακρίτρια που δεν τα είπα όλα», ανέφερε ο κατηγορούμενος.
«Την ημέρα εκείνη πήγα στο σφαγείο όπου βρίσκονταν ήδη εκεί ο ανιψιός του και δυο Σκοπιανοί. Αυτός πήγε στο κτηνιατρείο. Ξεφορτώσαμε την νταλίκα στο χώρο και περίπου στις 3 τελειώσαμε. Κατά τη διάρκεια της σφαγής, ζήτησε δανεικά δεκαπέντε ζώα και του είπα ψέματα ότι δεν έχω, γιατί δεν ήθελα να μπλέξω και να πιστεύουν πως κάνω τέτοιες δουλειές».
Στη συνέχεια, ανέφερε ότι κάθισαν μαζί στο κυλικείο του σφαγείου. «Κάναμε τον λογαριασμό και διαπίστωσα ότι είχα δώσει παραπάνω χρήματα, συγκεκριμένα τέσσερα χιλιάρικα και ήθελα να μου τα επιστρέψει. Όλα αυτά έγιναν σε καλό κλίμα. Είχε σκοτεινιάσει, ο Δημήτρης αποχώρησε πρώτος από το σφαγείο κι εγώ δεύτερος. Έφυγα από την μπροστά πόρτα και τον είδα να είναι δέκα μέτρα από το φυλάκιο εκτός του σφαγείου. Κόρναρα στον ίδιο και στον φύλακα και έφυγα.
Ξεκίνησα για το χωριό. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και όταν έφτασα στη στροφή, συνειδητοποίησα ότι ήταν πίσω μου. Εγώ έστριψα αριστερά. Θεώρησα πως πήγε δεξιά γιατί εκείνη είναι η διαδρομή του. Πήγα στο κρεοπωλείο και μετά στη μονάδα ζώων μου. Ο Δημήτρης ήταν εκεί. Είδε τα ζώα μου και με ρώτησε έντονα “αφού έχεις ζώα γιατί δεν μου δίνεις, γιατί δεν με βοηθάς;”», ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος.
«Τότε ήταν που άρχισε να νευριάζει, μου είπε απρεπείς λέξεις, αναφέρθηκε στη μάνα μου, δεν μπορώ να πω ακριβώς τι είπε. Μου επιτέθηκε, με έπιασε από τον γιακά. Εγώ τον χτύπησα δυνατά με το κάτω μέρος της παλάμης μου στο αριστερό μάτι. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Πέσαμε και οι δύο κάτω, εγώ έπεσα πάνω του, προσπάθησα να σηκωθώ και τα κατάφερα και στο σημείο αυτό κατάλαβα πως ήταν αναίσθητος. Είδα λίγο αίμα πίσω από το αυτί του και νόμιζα ότι χτύπησε στο κεφάλι».
Την ώρα εκείνη, όπως ανέφερε στην απολογία του, επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά ο οδηγός που επρόκειτο να του μεταφέρει χώμα. Ήταν ήδη έξω από την κτηνοτροφική μονάδα. Θορυβημένος, μετέφερε το άψυχο σώμα του Δημήτρη Γραικού και το έκρυψε.
«Πίστευα ότι θα τον βρω να αναπνέει, όταν γύρισα του έκανα για δεύτερη φορά μαλάξεις, του πέταξα νερό, αλλά τίποτα. Ήμουν στα χαμένα. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τους συγγενείς μου, αλλά δεν το έκανα», είπε χαρακτηριστικά.
Στο σημείο αυτό ξέσπασαν τα αδέλφια του θύματος, κατηγορώντας τον με έντονο τρόπο ότι, ακόμη και τώρα, λέει ψέματα και δε σέβεται τη μνήμη του αδελφού τους. Για αρκετή ώρα εκτόξευαν απειλές κατά του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να διατάξει την αποβολή τους από την αίθουσα.
Παράλληλα αναφέρθηκε στις οικονομικές συμφωνίες που είχαν κάνει με το θύμα τονίζοντας ότι «στις συναλλαγές μου ήμουν πάντα σωστός, δεν χρωστάω σε κανέναν ούτε ένα ευρώ, αν βρείτε έστω έναν, κρεμάστε με. Αυτό το αποδεικνύουν έγγραφα και καταθέσεις».
Τέλος, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η επόμενη ημέρα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκεφτόμουν συνεχώς τι έχει γίνει. Ήμουν όλη μέρα στα χωράφια. Νοίκιασα άλλη μονάδα και έφυγα από εκεί. Ήξερα ότι κατέστρεψα τη ζωή μου και την οικογένειά μου. Ντρέπομαι για εμένα».
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 22 Οκτωβρίου με τις αγορεύσεις της εισαγγελέως της έδρας και των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής.
Διαβάστε περισσότερα για την υπόθεση ΕΔΩ
Αφήστε μια απάντηση