Το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα και για τα πλημμελήματα της παράνομης οπλοχρησίας και της παράνομης οπλοφορίας.
Στο άκουσμα της ποινής ο Σοροπίδης παρέμεινε ανέκφραστος, ενώ οι συγγενείς του θύματος ξέσπασαν με φωνές εναντίον του και οι αστυνομικοί που βρίσκονταν στην αίθουσα προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν.
Η πρόταση της Εισαγγελέως
Η εισαγγελέας δεν πείστηκε από τα όσα ισχυρίστηκε στην απολογία του ο κατηγορούμενος, ότι ένας δικηγόρος και ένα ακόμα πρόσωπο με το ψευδώνυμο “Χάρης” του ζήτησαν έναντι αμοιβής, να βγάλει για λίγους μήνες εκτός υπηρεσίας την άτυχη εφοριακό.
Στην αγόρευση της χαρακτήρισε αξιόλογο πρόσωπο την Δώρα Ζέμπερη, τόσο για την κοινωνία, όσο και για την οικογένεια της, η οποία αντί να χαίρεται την ηλικία της είχε επωμιστεί οικογενειακά φορτία στην πλάτη της.
Ανέφερε ακόμα ότι υπάρχουν πολλές αντιφάσεις, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιος άλλος να συνέταξε τα υπομνήματα με τα οποία άλλαξε την αρχική του ομολογία ο κατηγορούμενος.
Η εισαγγελέας επισήμανε ότι τα σημεία που επλήγη η Δώρα δεν ήταν τυχαία, ήταν πολλά και μοιραία.
«Η οικογένεια δεν θα πάρει ποτέ απάντηση γιατί έφυγε αυτό το κορίτσι. Ο κατηγορούμενος δεν ήταν έτοιμος να αποφυλακιστεί από προηγούμενη καταδίκη του. Αυτό ήταν το μεγάλο έγκλημα της πολιτείας. Τρεις τέσσερις μήνες μετά έκανε έγκλημα. Την παρακολουθούσε ένα μήνα. Χάλασε τη ζωή του, τη ζωή μιας κοπέλας και της οικογένειας της», ανέφερε καραχτηριστικά.
Η απολογία του Σοροπίδη
«Κύριε πρόεδρε είμαι ένοχος αισθάνομαι ένοχος για τον τραυματισμό της κοπέλας. Προσπάθησα να τη φοβερίσω…»
Μ’ αυτά τα λόγια ξεκίνησε την απολογία του ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία της άτυχης εφοριακού Μανώλης Σοροπίδης.
Ανέφερε πως γνωστός δικηγόρος τον προσέγγισε και του ζήτησε να βγάλει εκτός υπηρεσίας για λίγους μήνες τη Δώρα γιατί είχε δημιουργήσει πρόβλημα σε πελάτες του. Η αμοιβή του θα ήταν τριάντα χιλιάδες ευρώ και θα τον καθοδηγούσε ένας έμπιστος συνεργός του. Ανέφερε πως συμφώνησε και υποστήριξε πως παρακολουθούσε τη Δώρα Ζέμπερη για ενάμιση μήνα.
«Μου έλεγαν να πηγαίνω στο νεκροταφείο να την παρακολουθώ. Ήθελε να πάρω τη τσάντα και να την τραυματίσω. Θα υπήρχε δικός τους άνθρωπος στην πεζογέφυρα για να του παραδώσω τη τσάντα και θα μου έλεγαν εκείνοι που να πάω να δώσω το κινητό της».
Ανέφερε πως όλο αυτό το διάστημα ο συνεργάτης του εντολέα του, του χορηγούσε ουσίες για αντιμετωπίσει το στερητικό του σύνδρομο.
«Εκείνη την ημέρα, πήγα στο νεκροταφείο γύρω στις τρεις. Πήγα από την πίσω πλευρά. Έκατσα σε ένα μέρος. Με είδε μια κυρία που καθάριζε τα μνήματα. Μετά έφυγα και πήγα στο οστεοφυλάκιο. Εκεί ήταν δυο κυρίες. Κάποια στιγμή φύγανε. Κοίταξα για την κοπέλα δεν την είδα, αλλά είδα τα χερούλια της τσάντας της. Άρπαξα την τσάντα και την ώρα που σηκώθηκα να φύγω η κοπέλα με τράβηξε από πίσω, έχασα την ισορροπία μου και έπεσα πάνω της. Της είπα θέλω την τσάντα, αλλά εκείνη δεν την άφηνε. Πήγα να βγάλω το μαχαίρι η κοπέλα μου έπιασε το χέρι. Έβαλα δύναμη και την τραυμάτισα στο πρόσωπο. Η κοπέλα έπεσε πάνω μου, γύρισε με κοίταξε και σηκώθηκε κι έφυγε. Την άκουσα να φωνάζει βοήθεια. Εγώ πήρα τη τσάντα, πήδηξα τον φράχτη, κοίταξα στην πεζογέφυρα για να βρω αυτούς που με είχαν στείλει εκεί και δεν υπήρχε κανένας.
Άνοιξα την τσάντα, πήρα το κινητό και πέντε ευρώ που είχε. Πέταξα το μαχαίρι, την μπλούζα και τις γάζες σε έναν κάδο. Πήρα το λεωφορείο και κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στον Πακιστανό που μου είχαν υποδείξει. Μετά έφυγα, αγόρασα ηρωίνη και γύρισα στο σπίτι. Το άκουσα μετά ότι βρέθηκε νεκρή. Ήθελαν την κοπέλα να την καθαρίσουν.
Να τη φοβερίσω είχα σκοπό κυρία Πρόεδρε, αλλά άθελα μου την τραυμάτισα. Αυτοί ήθελαν να την καθαρίσουν. Εγώ ήθελα να προστατέψω την κόρη μου γιατί με απειλούσαν πως θα την θυσιάσουν σε τελετή», είπε ο κατηγορούμενος.
Ισχυρίστηκε πως μετά από λίγες μέρες πήγε να συναντήσει τον μεγαλοδικηγόρο και εκείνος τον απέφυγε και του είπε πως δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί του. Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο συνεργός του.
Η Πρόεδρος του ζήτησε να γράψει τις λέξεις, «Απόπειρα, Μεταγωγή, Σωματότυπος και Άλλοθι» και σε σχετική ερώτηση απάντησε πως έγραψε ο ίδιος το συμπληρωματικό υπόμνημα που κατέθεσε μετά την αρχική ομολογία του.
Σε επόμενη ερώτηση της Προέδρου αν κάποιος του υπέδειξε να γράψει το υπόμνημα, απάντησε πως το διάστημα που ήταν στις φυλακές Δομοκού δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν.
Δείτε καρέ – καρέ όλες τις λεπτομέρειες για την υπόθεση εδώ.
Αφήστε μια απάντηση