Μετά από έξι μήνες αγωνίας, ο Μιχάλης Λεμπιδάκης 53 χρόνων εντοπίστηκε δεμένος με αλυσίδα στο πόδι, σε μάντρα ανταλλακτικών αυτοκινήτων στο 5ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Ρεθύμνου-Χανίων.
Οι απαγωγείς του ήταν όλοι Κρητικοί εκτός από έναν που κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη.
Ανάμεσα στα ηγετικά μέλη της σπείρας που συνελήφθησαν είναι και ένα άτομο που είχε εμπλακεί στο παρελθόν στην απαγωγή Παναγόπουλου, γνωστός τότε με το ψευδώνυμο «Κρητικός». Κανείς από τους συλληφθέντες δεν είχε επαγγελματική ή άλλη σχέση με το θύμα.
Η επιχείρηση ξεκίνησε μισή ώρα μετά τις επτά το πρωί της Δευτέρας 2 Οκτωβρίου και μέσα σε είκοσι λεπτά οι αστυνομικοί συνέλαβαν τους δεσμώτες του Λεμπιδάκη που ακινητοποιήθηκαν και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Ο επιχειρηματίας ήταν εμφανώς αδυνατισμένος και ταλαιπωρημένος μετά από μισό χρόνο στα χέρια των απαγωγέων του.
Σε παράλληλες αστυνομικές επιχειρήσεις με αυτή που έγινε στο κρησφύγετο, εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν στην ευρύτερη περιοχή ακόμη έξι άτομα. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και η 16χρονη κόρη ενός από τους απαγωγείς.
Σύμφωνα με πληροφορίες η ανήλικη ήταν το πρόσωπο που είχε στείλει ένα από τα μηνύματα στην οικογένεια του θύματος και αγόραζε τις κάρτες για τα καρτοκινητά των δραστών, που πέταγαν μετά από κάθε χρήση.
Οι έρευνες συνεχίζονται για να διαπιστωθεί τυχόν εμπλοκή και άλλων ατόμων.
Ο επιχειρηματίας μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια Ηρακλείου όπου έδωσε πολύωρη κατάθεση, εξετάστηκε από γιατρό και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο σπίτι του μετά από έξι όλόκληρους μήνες ομηρίας.
Η οικογένεια του ευχαριστούσε συνεχώς την Ελληνική Αστυνομία και το Θεό, που ο άνθρωπος του γύρισε κοντά τους ζωντανός.
Η υπερβολική χρονική παράταση στο θρίλερ από τους ίδιους τους δράστες, που μόλις πριν μερικές ημέρες υποχώρησαν στις απαιτήσεις τους ζητώντας λιγότερα λύτρα, λειτούργησε εναντίον τους. Έδωσε τον χρόνο στις Αρχές να συλλέξουν νέες πληροφορίες και να φτάσουν στο κατώφλι τους.
Οι αστυνομικοί που ερευνούσαν την υπόθεση εδώ και τρεις μήνες παρακολουθούσαν τρεις υπόπτους. Σε έλεγχο που τους έκαναν τον περασμένο Ιούλιο σε αυτοκίνητο που επέβαιναν, ανακάλυψαν ότι κανείς τους δεν είχε στην κατοχή του κινητό τηλέφωνο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πειστούν ότι οι έρευνες ήταν στη σωστή κατεύθυνση και να αρχίσουν να παρακολουθούν τα περισσότερα από τα μέλη της σπείρας.
Όσο οι απαγωγείς απαιτούσαν χρήματα οι αστυνομικοί «κλείδωναν» την θέση τους και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να επέμβουν. Αρκετοί από τους συλληφθέντες έχουν απασχολήσει στο παρελθόν τις Αρχές.
Το μέλος της σπείρας από την Θεσσαλονίκη ήταν ένας από τους δύο φύλακες του θύματος στην μάντρα που ήταν και το τελευταίο «κρατητήριό» του. Οι απαγωγείς τον είχαν μεταφέρει κατά τη διάρκεια των έξι μηνών σε αγροικίες, αποθήκες, ακόμα και σε σπίτια στην ευρύτερη περιοχή, σε μία προσπάθεια να χαθούν τα ίχνη του.
Παρόμοια σε χρονική διάρκεια απαγωγή δεν έχει ξανασυμβεί στην Ελλάδα και η αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε ήταν άψογη. Για την υπόθεση έχει ήδη σχηματισθεί μία ογκωδέστατη δικογραφία που περιλαμβάνει στοιχεία που όλους αυτούς τους μήνες κατάφερε να συλλέξει η ΕΛ.ΑΣ., τεχνικό υλικό από τις παρακολουθήσεις και πλήθος καταθέσεων.
Το χρονικό της απαγωγής
Η πρώτη πράξη του δράματος ξεκίνησε το απόγευμα της Πέμπτης 30 Μαρτίου. Ο 53χρονος επιχειρηματίας οδηγούσε από το Ηράκλειο προς τον οικισμό Καλέσσα. Οι απαγωγείς του που γνώριζαν τη διαδρομή που θα ακολουθούσε, του έστησαν ενέδρα και τον ακινητοποίησαν. Το αυτοκίνητό του βρέθηκε από την αστυνομία τρακαρισμένο και εγκαταλελειμμένο με τις πόρτες ορθάνοιχτες.
Οι αστυνομικοί επικοινώνησαν με την οικογένειά του και διαπίστωσαν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για το περιστατικό. Τότε σήμανε συναγερμός καθώς μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκε το κινητό τηλέφωνο του Μιχάλη Λεμπιδάκη, τα προσωπικά του αντικείμενα και έγγραφα.
Λίγη ώρα αργότερα, οι Αρχές ενημερώθηκαν ότι η Πυροσβεστική κλήθηκε για πυρκαγιά σε δύο αυτοκίνητα κοντά στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Ήταν ένα BMW και ένα αγροτικό, που είχαν χρησιμοποιήσει για την ενέδρα σε βάρος του επιχειρηματία. Οι απαγωγείς τους έβαλαν φωτιά για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.
Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα οι απαγωγείς επικοινώνησαν με την οικογένεια εκφράζοντας τις απαιτήσεις τους. Σταδιακά άρχισαν να έρχονται γραπτά μηνύματα από τα λεγόμενα «πακιστανικά τηλέφωνα» που δεν εντοπίζονται, σε ύφος που αποδείκνυε ότι πρόκειται για σκληρούς και αδίστακτους κακοποιούς.
Χρησιμοποίησαν ακόμα και ιδιόχειρες επιστολές του ίδιου του θύματος ως απόδειξη ζωής. Όμως αυτός ο εφιάλτης δεν είχε τέλος, αφού οι απαγωγείς δεν έλεγαν να εμπεδώσουν ότι η οικογένεια δεν είχε ταχρήματα που απαιτούσαν.
Αφήστε μια απάντηση