Με το που πάτησαν το πόδι τους στο λιμάνι, ξεκίνησε μια περιπέτεια που ξεπερνάει σε φαντασία σενάριο ταινίας θρίλερ.
Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά της ώρας για να σβηστούν κυριολεκτικά, τα ίχνη του 30χρονου Θεσσαλονικιού Γιώργου Καραμιχαϊλίδη.
Μάταια η σύντροφος του τον αναζητούσε στη σκοτεινή προβλήτα του λιμανιού. Αντί για το φίλο της, είδε στο τζιπ του λιμεναρχείου τον ταξιδιωτικό του σάκο. Εκείνος άφαντος…
Δύο ερασιτέχνες ψαράδες που τον είδαν τελευταίοι στο λιμάνι, αντί να ξεκαθαρίσουν το τοπίο, το θολώνουν με τη μαρτυρία τους…
Η εκπομπή δέχθηκε βομβαρδισμό μηνυμάτων από γνωστούς του Γιώργου αλλά και αγνώστους, που ζητούσαν βοήθεια για να έρθει στο φως η αλήθεια που κάποιοι στο νησί κρατούσαν καλά κρυμμένη.
Το «Τούνελ» ταξίδεψε στο νησί του μυστηρίου και αποκάλυψε νέες μαρτυρίες και στοιχεία που ανατρέπουν τα δεδομένα στην περίεργη αυτή εξαφάνιση.
Όσο το κουβάρι του αινίγματος ξετυλίγεται τόσο φαίνεται ξεκάθαρα πως τη νύχτα της 30ης Αυγούστου 2016, κάποιοι επιτέθηκαν στον άτυχο νέο και ευθύνονται για τον χαμό του.
Ο Γιώργος σε μια κρίση πανικού, έχασε τον κόσμο γύρω του. Με τάσεις φυγής, ανέβηκε σε ένα αλιευτικό σκάφος που βρήκε στο λιμάνι της Βότσης κι έλυσε τα σχοινιά. Εκείνη την ώρα δύο ερασιτέχνες ψαράδες που βρίσκονταν σε ένα φουσκωτό σε κοντινή απόσταση, υπέθεσαν πως είναι κλέφτης και το ένα έφερε το άλλο…
«Τον απώθησα» ισχυρίζεται ο πιο «σκληρός» από τους δύο «κι έπεσε στη θάλασσα. Τον είδαμε να κολυμπάει στο λιμάνι και τον χάσαμε…».
Μάρτυρες που μίλησαν στο «Τούνελ» δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Υποστηρίζουν πως ο Γιώργος χτυπήθηκε άσχημα από τον ένα ψαρά, πριν χαθεί.
Ο δικηγόρος της οικογένειας κ. Νίκος Διαλυνάς που βρέθηκε στο στούντιο του «Τούνελ» μαζί με τη μητέρα, τον ξάδελφο και φίλους του Γιώργου, είπε χαρακτηριστικά:
«Η αντιεισαγγελέας Βόλου διέταξε συμπληρωματική έρευνα κι έστειλε τη δικογραφία στο Λιμεναρχείο Αλοννήσου. Κατά την άποψη μας το Λιμεναρχείο δεν μπορεί να χειριστεί την υπόθεση, θα πρέπει να επέμβει η Ασφάλεια Βόλου. Η Δικαστική Αρχή να αναθέσει την υπόθεση στην Αστυνομία. Από την πλευρά μας θα ζητήσουμε αναπαράσταση, στην οποία θα κληθούν ειδικοί επιστήμονες, παρουσία της Εισαγγελέως».
Τι βρήκε ο δύτης στο λιμάνι
Ο δύτης Βαγγέλης Παπατζητζές σε τηλεφωνική του παρέμβαση στο «Τούνελ», μίλησε για τις έρευνες που διενήργησε στην περιοχή του λιμανιού της Βότσης για δεκαπέντε μέρες.
Το επόμενο πρωί μετά την εξαφάνιση του Γιώργου, η θάλασσα αν και ήρεμη ήταν θολή. Τότε βρήκε τη μπλούζα του αγνοούμενου στην είσοδο του λιμανιού. Δεν ήταν γυρισμένη ανάποδα, το σημείο που βρέθηκε δεν έχει ρεύματα και το ρούχο δεν είχε παρασυρθεί.
Τη δεύτερη μέρα των ερευνών, βρήκε τη βερμούδα και το εσώρουχο του, δέκα μέτρα μακριά από εκεί που βρέθηκε η μπλούζα μέσα στο λιμάνι. Ούτε αυτά τα ρούχα ήταν γυρισμένα από την ανάποδη.
Ο δύτης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο τα ρούχα να τοποθετήθηκαν εκεί. Θεωρεί ότι από την αρχή υπήρξαν σημαντικές παραλείψεις στις έρευνες. Σύμφωνα με τη γνώμη του δεν πραγματοποιήθηκαν σε εύρος στη θαλάσσια περιοχή τις πρώτες κρίσιμες μέρες, καθώς ένας κολυμβητής σαν τον αγνοούμενο, δεν θα μπορούσε να φτάσει μακριά. Είπε ακόμα πως οι Λιμενικές Αρχές δεν πήραν καταθέσεις απ’ όλους και πως θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί αναπαράσταση.
Αίμα στα ρούχα;
Ο γενετιστής κ. Γιώργος Φιτσιάλος σε ερώτηση της Αγγελικής Νικολούλη, αν θα μπορούσε να εντοπιστεί αίμα στα ρούχα του αγνοούμενου, απάντησε πως μπορούν να εξεταστούν με σύγχρονες μεθόδους.
Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Από τη «φυσική πλύση» που δέχθηκαν αφού βρέθηκαν στη θάλασσα, αν υπάρχει αξιοποιήσιμη ποσότητα βιολογικού υλικού, δεν θα είναι ανιχνεύσιμη διά γυμνού οφθαλμού. Θα απαιτηθούν ειδικές τεχνικές».
Παραλείψεις
- Τα ρούχα και ο σάκος του αγνοούμενου που βρέθηκαν στη θάλασσα, δεν ερευνήθηκαν από τη Σήμανση.
- Δεν εξετάστηκε ούτε το μαχαίρι που σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του αλιευτικού, βρέθηκε σπασμένο στο σκάφος.
- Το παιδί ενός από τους δύο βασικούς μάρτυρες που έδωσε μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, δεν εξετάστηκε. Ισχυρίστηκε πως ο πατέρας του χτύπησε τον Γιώργο, και «έβγαινε αίμα από το στόμα του.
Ο μάρτυρας – «κλειδί» στην κάμερα του «Τούνελ»
Ο ένας από τους δύο ερασιτέχνες ψαράδες, ο «σκληρός» Κρητικός όπως τον περιγράφουν, έδωσε στην κάμερα του «Τούνελ» τη δική του εκδοχή για το τι συνέβη το βράδυ της 30ης Αυγούστου 2016.
Όπως είπε μαζί με ένα φίλο του που διαθέτει φουσκωτό σκάφος, είχαν βγει για ψάρεμα από νωρίς. Μαζί τους ήταν και οκτάχρονος γιος του. Έφτασαν στο λιμάνι κατά τις εννιά το βράδυ. Άφησε το γιο του στο σπίτι, πήρε σουβλάκια και επέστρεψε στο φουσκωτό με σκοπό να βγουν ξανά στα ανοιχτά για νυχτερινό ψάρεμα.
Μόλις ο φίλος του έβαλε μπρος τη μηχανή του φουσκωτού σκάφους, ακούστηκαν φωνές από το καΐκι που ήταν σε κάποια απόσταση. Ένας άγνωστος φώναζε: « Σβήστε τα φώτα και ελάτε κοντά να φύγουμε…»
Αναρωτήθηκαν μεταξύ τους ποιος ήταν και σε τι αναφερόταν. Λίγο αργότερα ο άγνωστος πέταξε ένα σάκο μέσα στη θάλασσα, πήδηξε και ο ίδιος στο νερό και άρχισε να κολυμπάει προς το φουσκωτό τους στο λιμάνι της Βότσης.
Όταν τους έφτασε πέταξε τη τσάντα του στην καταπακτή και τράβηξε το μπαλόνι προσπαθώντας να ανέβει στο φουσκωτό.
« Φοβήθηκα, του έπιασα τα χέρια από τους καρπούς, τον έσπρωξα και ξανάπεσε στη θάλασσα. Μετά πέταξα και το σάκο του» ισχυρίστηκε ο μάρτυρας.
Οι δύο ερασιτέχνες ψαράδες ενημέρωσαν τότε το Λιμενικό Σταθμό και τον ιδιοκτήτη του καϊκιού που έφτασαν άμεσα.
Ο λιμενοσταθμάρχης του νησιού, μπήκε μαζί τους στο φουσκωτό κι άρχισαν να ψάχνουν παράκτια του λιμανιού. Δεν βρήκαν κανένα ίχνος του Γιώργου, παρά μόνο το σάκο του που επέπλεε στο λιμάνι. Μέσα υπήρχε το εισιτήριο με το οποίο είχε ταξιδέψει στην Αλόννησο κι έτσι έμαθαν τα στοιχεία του άγνωστου μέχρι τότε κολυμβητή.
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, το περιστατικό συνέβη στις εννιά και είκοσι πέντε, με εννιά και μισή. Οι δύο άνδρες με το φουσκωτό, βρίσκονταν σε απόσταση τεσσάρων – πέντε μέτρων από το καΐκι που επιχείρησε να πάρει ο Γιώργος και είχαν απόλυτη οπτική επαφή.
«Εγώ ήμουν έξω και προσπαθούσα να λύσω το φουσκωτό για να φύγουμε. Η θάλασσα εκείνο το βράδυ ήταν λάδι, αλλά στο λιμάνι δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός, ούτε κυκλοφορούσε κόσμος εκείνη την ώρα» τόνισε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας.
Όπως είπε εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν ο Γιώργος ήταν σε κατάσταση σοκ και προσπάθησε να προστατεύσει τον ίδιο και τον φίλο του.
«Αν εκείνη την ώρα ανέβαινε στο φουσκωτό θα μας έριχνε και μας στη θάλασσα. Δεν ξέραμε τι αντιμετωπίζαμε μ’ αυτά που έλεγε».
Σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου ήταν κατηγορηματικός.
«Δεν τον χτύπησα! Έβγαλα τα χέρια του από το μπαλόνι, τον απώθησα και έριξα το σάκο του ξανά στη θάλασσα».
Στις φήμες που θέλουν τον οκτάχρονο γιο του να είπε στους φίλους του ότι αυτός χτύπησε τον αγνοούμενο, πήρε τον σάκο του και τον άνοιξε, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν ισχύει τίποτα τέτοιο. Πιστεύει πως κάποιοι τον κατηγορούν άδικα και πως αυτό οφείλεται σε κάποιες μελανές σελίδες του παρελθόντος του.
« Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα γι αυτό μιλάω στην εκπομπή. Προσωπικά δεν συμμετείχα στις έρευνες για τον Γιώργο. Αν είχε πνιγεί θα βρισκόταν. Πιστεύω ότι έχει φύγει και ότι κάτι άλλο παίζεται σ’ αυτήν την υπόθεση. Έχω εμπιστοσύνη στην εκπομπή σας. Μακάρι να βρεθεί. Όποιος μπορεί ας βοηθήσει για να ηρεμήσω κι εγώ…» κατέληξε.
«Τον πέρασαν για κακοποιό και τον έριξαν στη θάλασσα…»
Οι λεπτομέρειες στην περιγραφή του ιδιοκτήτη του αλιευτικού σκάφους, δίνουν διαφορετική εικόνα από αυτήν του ερασιτέχνη ψαρά.
Ο Νίκος Στέλλας, ιδιοκτήτης του καϊκιού το οποίο επιχείρησε να λύσει από το λιμάνι ο αγνοούμενος, μίλησε στην κάμερα του «Τούνελ», από το σημείο που συνέβησαν όλα.
Όταν ειδοποιήθηκε και κατέβηκε στο λιμάνι λίγα λεπτά πριν τις δέκα το βράδυ, βρήκε το σκάφος του να πλέει σε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων από την προβλήτα. Το κρατούσε μόνο η άγκυρα του.
Παρατήρησε πως εντός του λιμανιού πηγαινοερχόταν το μικρό φουσκωτό. Σύντομα κατάλαβε πως ήταν μέσα ο αδελφός του που είχε επίσης ενημερωθεί για το περιστατικό και είχε φθάσει στο σημείο νωρίτερα. Μαζί με τους δύο ερασιτέχνες ψαράδες, έψαχναν με φακούς να βρουν τον άνθρωπο που είχε λύσει το καΐκι του και είχε χαθεί στη θάλασσα.
Λίγο πιο μακριά είχαν αράξει δυο – τρία σκάφη με τουρίστες που δεν είχαν αντιληφθεί την αναστάτωση που είχε δημιουργηθεί.
Υποστήριξε πως ο ένας από τους δύο ψαράδες είδε τον Γιώργο να τραβά τα σχοινιά του καϊκιού, να τα λύνει και να μπαίνει μέσα. Φοβήθηκε και δεν αντέδρασε περιμένοντας το φίλο του που θα πήγαιναν για ψάρεμα.
Όπως ισχυρίστηκε ο ιδιοκτήτης του σκάφους στην εκπομπή, βρήκε πάνω στο καΐκι του ένα σπασμένο μαχαίρι με το οποίο ο Γιώργος προσπάθησε να παραβιάσει το λουκέτο που κλείδωνε την πόρτα της γέφυρας. Μάλιστα οι δύο ψαράδες άκουσαν τον θόρυβο που έκανε στην προσπάθεια του να το σπάσει.
Υπέθεσαν πως πιθανά να ήταν κάποιος με παράνομη δράση. Στο παρελθόν υπήρξαν περιστατικά κλοπών σε τράπεζα και σε βίλλες του νησιού και οι δράστες προσπάθησαν να διαφύγουν με σκάφη που υπήρχαν στο λιμάνι.
Οι δύο ψαράδες ανέφεραν στον ιδιοκτήτη του καϊκιού πως πλησίασαν με το φουσκωτό το καΐκι και ρώτησαν τον άγνωστο σ’ αυτούς άνδρα, τι γύρευε στο σκάφος.
Εκείνος τους αποκρίθηκε πως του ανήκει το καΐκι. Κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά και συνέχισαν να του μιλούν. Τότε εκείνος πέταξε το σάκο του στη θάλασσα και στη συνέχεια πήδηξε κι αυτός μέσα στο νερό. Προσπάθησε να πιαστεί από το φουσκωτό τους και τους έλεγε να τους δώσει από εκατό ευρώ για να φύγουν. Εκείνοι φοβήθηκαν και τον απώθησαν, ρίχνοντας τον στη θάλασσα.
« Έμοιαζε κακοποιός που ήθελε να διαφύγει. Μάλιστα στην προσπάθεια του να κολυμπήσει πιο γρήγορα άφησε και τον σάκο που κρατούσε. Στα καλά καθούμενα βρήκαμε τον μπελά μας. Δεν είναι ότι ζήτησε βοήθεια και δεν του τη δώσαμε. Μπήκε μέσα στο καΐκι με κάποιο σκοπό. Αν εγώ ήμουν μέσα, θα αμυνόμουν. Και τα παιδιά αυτό ήθελαν, να σώσουν την περιουσία μου» τόνισε ο μάρτυρας.
Ψαράς: «Άκουσα φωνές μες στη νύχτα…»
Τη μοιραία εκείνη βραδιά ο ψαράς Γιώργος Παπαβασιλείου ψάρευε με τα παιδιά του σε απόσταση περίπου εκατό μέτρα ανοιχτά του λιμανιού. Είχε άπνοια και ξεκίνησε να μαζεύει ψάρια με την απόχη. Ξαφνικά άκουσε από την πλευρά του γκρεμού, φωνές. Ο θόρυβος της μηχανής του σκάφους του δεν βοήθησε να ακούσει καθαρά τις λέξεις. Καθώς δεν γνώριζε το περιστατικό που είχε προηγηθεί, δεν έδωσε σημασία. Όταν γύρω στη μία και μισή επέστρεψε στο λιμάνι, ενημερώθηκε για το τι είχε συμβεί.
Ο μάρτυρας υποστήριξε πως είχε οπτική επαφή με το χώρο αλλά δεν παρατήρησε καμιά κινητικότητα, για να τον κάνει να υποψιαστεί κάτι.
«Αν γνωρίζαμε τι είχε προηγηθεί, θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε το λιμεναρχείο όταν ακούσαμε τη φωνή. Ειδικά τη νύχτα όταν ψαρεύουμε σε ήρεμα νερά, βλέπουμε τις ζαργάνες να πηδάνε στον αφρό, δεν θα εντοπίζαμε έναν άνθρωπο; Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε άλλο σκάφος έξω από το λιμάνι, δεν θα έπρεπε το λιμεναρχείο που είχε λάβει γνώση, να μας ενημερώσει; Ψάχνανε λέει από τη στεριά, από τη θάλασσα έψαχνε κανείς; Πέρασαν πολλές ώρες…» είπε χαρακτηριστικά.
Μετά το βίντεο με τη μαρτυρία του που ακούστηκε στην εκπομπή, ζήτησε να παρέμβει κάτοικος του νησιού.
Διευκρίνισε πως ο γιος του συγκεκριμένου ψαρά, την επομένη της εξαφάνισης, της είπε πως οι φωνές ακούστηκαν από το λιμάνι και όχι από το γκρεμό. Η ώρα ήταν γύρω στις εννέα και μισή και όχι στις έντεκα και μισή, όπως ισχυρίστηκε ο πατέρας του.
Η μάνα: Μάρτυρες μου είπαν ποιοι χτύπησαν το παιδί μου…
«Νομίζω ότι θα γυρίσω το κεφάλι μου και θα δω τον Γιώργο μου να έρχεται. Δεν περίμενα ότι θα πήγαινε το παιδί μου διακοπές σε ένα τόσο όμορφο νησί και θα μου τηλεφωνούσαν για να μου πουν ότι χάθηκε» .
Τραγική φιγούρα η μητέρα του αγνοούμενου νεαρού Ματούλα Κουτρώτσιου. Εδώ και μήνες προσπαθεί με κάθε τρόπο, να συνθέσει τον παράλογο γρίφο της εξαφάνισης του γιου της. Μιλώντας στην κάμερα της εκπομπής, περιέγραψε την αγωνιώδη προσπάθεια του Γιώργου να βρει δουλειά.
«Ξενιτεύτηκε, γιατί η Ελλάδα μας δεν το βοήθησε το παλληκάρι να μείνει εδώ. Είχε τελειώσει βοηθός νοσηλευτή είχε ψάξει παντού για να εργαστεί και τελικά πήγε στις Βρυξέλες για να αναζητήσει την τύχη του».
Της είχε πει πως είχε κουραστεί και χρειαζόταν διακοπές και έτσι επέλεξε να επισκεφθεί την όμορφη Αλόννησο για πρώτη φορά μαζί με τη φίλη του.
«Τελευταία πάθαινε κρίσεις πανικού. Για κάποιο λόγο δεν αισθάνθηκε καλά εκείνο το βράδυ και κατέβηκε για μια βόλτα στο λιμάνι. Από κει και πέρα χάθηκαν τα ίχνη του. Ήταν άριστος κολυμβητής για να πνιγεί. Έψαξα παντού. Άμα κλείσω τα μάτια μου ξέρω σπιθαμή προς σπιθαμή το νησί…».
Για είκοσι δύο μέρες η μητέρα, οι φίλοι του Γιώργου που ήρθαν μέχρι και από το εξωτερικό, αλλά και οι ντόπιοι, έψαχναν ασταμάτητα γι’ αυτόν χωρίς αποτέλεσμα.
Εξέφρασε στην κάμερα το παράπονο της πως οι άνθρωποι που είδαν το παιδί της για τελευταία φορά δεν πήγαν να την βρουν.
«Άκουσα πολλά από τους ντόπιους, όλοι μου έλεγαν ότι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, έκανε κάτι κακό στο παιδί μου. Ότι έχει πάρε δώσε με όπλα και αν είναι έτσι, πως λέει ότι φοβήθηκε μήπως του κάνει κακό ο Γιώργος μου; Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν, θέλω το παιδί μου… Ο Γιώργος ήταν γυμνός, βρέθηκαν τα ρούχα του, χρήματα μέσα στην τσέπη του, το κινητό του τηλέφωνο, ένας αναπτήρας, τα βρήκαν όλα. Τη μπλούζα του στον βυθό του λιμανιού και το παντελόνι και το εσώρουχο του ακριβώς στην έξοδο του λιμανιού. Ο ίδιος δύτης βρήκε το ένα του παπούτσι. Μου είπαν πως άκουσαν ένα παιδάκι να λέει πως χτύπησαν και μάτωσαν το παιδί μου και μετά το έσπρωξαν στη θάλασσα. Μάρτυρες δέχτηκαν απειλές να μη μιλήσουν…»
Η δραματική της έκκληση δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο.
«Από τότε που χάθηκε το παιδί μου κάθε μέρα είναι μαρτυρική. Ανεβαίνω σε ένα Γολγοθά χωρίς τέλος… Όποιος γνωρίζει κάτι ας μιλήσει έστω και ανώνυμα… Να του ανάψω ένα κεράκι… Να το βρω όπως και να είναι…».
«Οι διακοπές έγιναν εφιάλτης…»
Η σύντροφος του αγνοούμενου περιέγραψε στην κάμερα του «Τούνελ», όλα όσα προηγήθηκαν του χαμού του.
Το τρίωρο ταξίδι τους για το νησί, ξεκίνησε στις 30 Αυγούστου στις εννιά το πρωί, όταν επιβιβάστηκαν στο καταμαράν από τη Θεσσαλονίκη.
Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, το πλοίο έφτασε στην Αλόννησο, αλλά ο Γιώργος στεκόταν ακίνητος στη θέση του και κοίταζε από το παράθυρο. Η Κωνσταντίνα τον σκούντηξε, του έδωσε τον σάκο του, πήρε τη βαλίτσα της και μπήκε στην ουρά για την αποβίβαση. Ο Γιώργος βρισκόταν πίσω της.
Στην αποβάθρα συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μαζί της. Ανέβηκε ξανά στο πλοίο έψαξε, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Υπέθεσε πως θα είχε κατέβει στο λιμάνι και δεν τον πρόσεξε. Το καταμαράν συνέχισε το ταξίδι του και όταν κατάφερε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με το Γιώργο, εκείνος της είπε πως μπερδεύτηκε, πως δεν κατάλαβε πως ήταν η στάση τους και πήγε στην τουαλέτα, με αποτέλεσμα να παραμείνει στο πλοίο.
Συναντήθηκαν τελικά στις οκτώ το βράδυ όταν το πλοίο ξανάδεσε στο λιμάνι της Αλοννήσου.
«Συνειδητοποίησα όταν τον είδα, ότι δεν ήταν καλά. Του πρότεινα να φύγουμε την επόμενη μέρα και συμφώνησε. Πήγαμε στην πανσιόν που είχαμε κάνει κράτηση και σε λίγη ώρα πήρε τη τσάντα του λέγοντας μου πως θα έβγαινε για μια βόλτα. Δεν με άφησε να πάω μαζί του. Προτίμησε να μείνει μόνος του για να ηρεμήσει. Η ώρα περνούσε και γύρω στις εννέα και μισή, άρχισα να τον αναζητώ» είπε στο «Τούνελ».
Ψάχνοντας, συνάντησε κάποιο κύριο σε μία παμπ που βλέποντας την έτσι αναστατωμένη, την ενημέρωσε πως στο λιμάνι είχε συμβεί ένα επεισόδιο. Κάποιος είχε επιχειρήσει να κλέψει ένα σκάφος και χάθηκε.
«Μου φάνηκε πάρα πολύ αστείο αυτό που άκουσα γιατί ο Γιώργος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν όμως είδα τη τσάντα του μέσα στο τζιπ του λιμενικού, κατάλαβα πως επρόκειτο για εκείνον» είπε χαρακτηριστικά.
Η Κωνσταντίνα που συμμετείχε ενεργά στις έρευνες για τον εντοπισμό του άτυχου νέου, ζητά μια απάντηση που θα δώσει τέλος στην αγωνία της.
«Υπάρχουν δύο μάρτυρες που πάνω τους, βασιζόμαστε όλοι. Θέλουμε μια πιο ξεκάθαρη απάντηση για το τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη βραδιά» τόνισε.
«Θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια που μας κρύβουν…»
Ο παιδικός φίλος του αγνοούμενου Βαγγέλης Αλμπανίδης, μίλησε συγκινημένος στο «Τούνελ» από το νησί όπου ξαναβρέθηκε.
Γνώριζε για τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο Γιώργος και από την πρώτη στιγμή μαζί με πολλούς άλλους φίλους έφθασε στην Αλόννησο για να πάρει μέρος στις έρευνες για τον εντοπισμό του.
Πιστεύει ότι οι δύο ερασιτέχνες ψαράδες που τον είδαν τελευταία φορά, κρύβουν την αλήθεια.
«Πρέπει να κινηθούν νομικά πια οι διαδικασίες» τόνισε στην εκπομπή. «Υπάρχουν σοβαρές πληροφορίες που δεν έχουν ερευνηθεί από τις Αρχές και δεν είναι στη δικογραφία. Ο Γιώργος βοηθούσε τους ανθρώπους, παρακαλώ και εγώ όποιος γνωρίζει κάτι να μιλήσει …» κατέληξε.
Από την πλευρά του ο Δήμαρχος του νησιού Πέτρος Βαφίνης, είπε στο «Τούνελ» πως σύμφωνα με την ενημέρωση που είχε από το Λιμεναρχείο, το παλληκάρι κολύμπησε έξω από το λιμάνι της Βότσης. Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά αν έχασε τον προσανατολισμό του, αν προσπάθησε να βγει ή αν χάθηκε στα ανοιχτά.
«Πραγματικά πρόκειται για μυστήριο. Συγκλονιστήκαμε όλοι οι κάτοικοι διότι χάθηκε ένας νέος άνθρωπος» τόνισε χαρακτηριστικά.
Ο Δήμαρχος Αλοννήσου, περιέγραψε στην κάμερα του «Τούνελ» την αναστάτωση που επικράτησε στο νησί μετά την είδηση της εξαφάνισης του Γιώργου.
Στις έρευνες που ξεκίνησαν άμεσα σε θάλασσα και στεριά και κράτησαν ένα μήνα, συμμετείχαν άνδρες του Λιμενικού, δυνάμεις της Πυροσβεστικής, εθελοντές δύτες, διασώστες κι ένα ελικόπτερο της Πολεμικής Αεροπορίας. Διέθετε θερμική κάμερα και ερεύνησε όχι μόνο την Αλόννησο αλλά και τα γύρω νησάκια.
«Με πονάει λες και είναι γιος μου, δεν περιγράφονται με λόγια τα συναισθήματα που νιώθει κάποιος σε τέτοιες τραγικές στιγμές» είπε στο «Τούνελ» ο θείος του αγνοουμένου, Κώστας Κουτρώτσιος. Αναφέρθηκε στα πολλά ερωτήματα που βασανίζουν την οικογένεια σχετικά με τις συνθήκες που χάθηκε ο ανιψιός του και που ζητούν επιτακτικά απαντήσεις.
Αφήστε μια απάντηση