Μες στην απραξία του ύπνου μου
στην αδράνεια του σκοταδιού μου
αξιώνεις στράτευση εξουθενωτική.
Μου ζητάς φως, άπλετο φως, ηλίου φως
ενώ έχουμε μεσάνυχτα, βαθύ σκοτάδι.
Κι εσύ φοβάσαι.
Ακούς το κλάμα του Γκιώνη το μακάβριο
της νυχτερίδας το φτερούγισμα στη σιγαλιά
και σπαράζεις για γλυκοχάραμα που έρχεται..
Κι έχουμε μέρα ηλιόλουστη, χαρούμενη.
Μα εσύ τρέμεις. Γιατί;
Μετράς την αίσθηση της αντίθεσης
του ύπνου απ’ την εγρήγορση και μου ζητάς σκοτάδι
να΄ρθει πάλι βαθύ σκοτάδι
για να σαλέψεις αθέατη, μου λες.
Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω.
Παραλογίζεσαι, ψυχή μου…..
Αφήστε μια απάντηση