«Βασανίστηκε ο πατέρας μου. Τον σκοτώσανε με το χειρότερο τρόπο. Ήταν ο καλύτερος μπαμπάς, δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Εκείνη την ημέρα, με πήρε η μητέρα μου τηλέφωνο και μου είπε “Κατερίνα, ο μπαμπάς πέθανε”. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, δεν ξέρω ούτε εγώ η ίδια πως έφτασα με το μηχανάκι έως το σπίτι του. Είδα να έχει μαζευτεί κόσμος απ’ έξω και τον αδελφό μου να κλαίει. Δεν με άφησε να μπω μέσα. Είναι απερίγραπτο αυτό που έζησα», ανέφερε ταραγμένη.
«Δούλευε χρόνια στο λιμάνι και ασχολούνταν και με το ψάρεμα. Τις ελεύθερες ώρες του πήγαινε και σε μία καφετέρια. Μία ημέρα μετά τη δολοφονία του, ο χώρος αυτός έκλεισε. Μπορεί και να φοβούνται, δεν ξέρω τι να υποθέσω. Όταν του τελείωναν τα χρήματα, έπαιρνε κάποιους γνωστούς του από εκεί και του έκαναν ανάληψη. Τους είχε δώσει και το PIN. Τον έβαλα να αλλάξει κωδικό και να τον ξέρει μόνο αυτός. Εγώ και ο σύζυγός μου ήμασταν τα μοναδικά άτομα που μας είχε πολλή εμπιστοσύνη», πρόσθεσε.
«Ο μπαμπάς μου δεν υπάρχει περίπτωση να χρωστούσε χρήματα, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν ένας άνθρωπος που αν έβλεπε ότι χρειάζεσαι βοήθεια, θα σου την έδινε, λυπόταν τον συνάνθρωπο. Το μόνο που θέλω και ζητώ είναι να βρεθεί ο δολοφόνος του πατέρα μου, να ηρεμήσει η ψυχή του και η δικιά μας. Να τιμωρηθεί για ό,τι έκανε και να σαπίσει στη φυλακή», κατέληξε.
Στην κάμερα της εκπομπής μίλησε και ο ιδιοκτήτης της καφετέριας στην οποία σύχναζε ο άτυχος οικογενειάρχης.
«Τον γνώριζα τον κύριο, ήταν ένας καλός άνθρωπος. Δεν είχε γίνει ποτέ κάποιος καβγάς εδώ στο καφενείο. Με τη δολοφονία μείναμε όλοι έκπληκτοι. Ο μόνος που ήξερα ότι δεν τα πήγαιναν καλά ήταν ο ****», κατέληξε.
Αφήστε μια απάντηση