Το “Τούνελ” στο πρόσφατο παρελθόν είχε αναζητήσει αρκετές φορές την ανήλικη που δραπέτευε συχνά από το ίδρυμα όπου έμενε, για να ξεφύγει από τα οικογενειακά προβλήματα που έχουν “τραυματίσει” την ψυχή της σχεδόν από τη γέννησή της.
Η Αμάντα εντοπιζόταν λίγες ημέρες μετά, από τις Αρχές και χάρη στις συνεχείς αναζητήσεις από το “Χαμόγελο του Παιδιού”, τις οποίες μεταδίδαμε μέσω του “Τούνελ”.
Αυτή τη φορά, η φυγή της στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθούν οι άρρωστες ορέξεις ενός Αλβανού 57 χρόνων που εκμεταλλευόμενος τα προβλήματά της και την απουσία ενδιαφέροντος από την οικογένειά, την εξέδιδε για να πλουτίσει ο ίδιος. Η ΕΛ.ΑΣ μετά από συντονισμένη επιχείρηση έβαλε ένα τέλος στο μαρτύριο που βίωνε η ανήλικη. Αστυνομικοί προσποιήθηκαν τους πελάτες, έκλεισαν ραντεβού σε ξενοδοχείο της Αγίας Παρασκευής, όπου βρήκαν την Αμάντα και συνέλαβαν τον δράστη.
Ο κατηγορούμενος βρίσκεται αντιμέτωπος με τα εξής αδικήματα: εμπορία ανθρώπου κατά ανηλίκου τελεσθείσα επάγγελμα προς γενετήσια εκμετάλλευση από κοινού, συνέργεια στην ως άνω πράξη, πλαστογραφία μετά χρήσης, προμήθεια και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω διαδικτύου, παράνομη οπλοφορία και κατοχή πυρομαχικών.
Σοκάρει η κατάθεση της ανήλικης
Η ιστορία της πραγματικά συγκλονίζει. Η ανήλικη περιέγραψε αναλυτικά στους αστυνομικούς όλη τη ζωή της από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια στη Ρουμανία, μέχρι τον «εγκλεισμό» της στο σπίτι του σωματέμπορου στην περιοχή της Ραφήνας.
Στην κατάθεσή της η ανήλικη ανέφερε πως ο πατριός της κακοποιούσε τόσο την ίδια όσο και τη μητέρα της.
Όταν εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, άρχισε να την κακοποιεί ο αδερφός της, ενώ η μητέρα της φαίνεται ότι δεν έκανε κάτι για να τη βοηθήσει. Κατέληξε να ζει σε ιδρύματα, από όπου συχνά εξαφανιζόταν και περιφερόταν στους δρόμους του κέντρου των Αθηνών.
«Γεννήθηκα σε μια πόλη της Ρουμανίας όπου μεγάλωσα μέχρι τα τέσσερα περίπου χρόνια μου. Έχω ακόμη πέντε αδέρφια, δυο μεγαλύτερα από μένα και τρία μικρότερα ετεροθαλή, από διαφορετικό πατέρα. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ και τα πρώτα χρόνια στη Ρουμανία εγώ και τα δυο μεγαλύτερα μου αδέρφια μεγαλώσαμε με τη γιαγιά της μαμάς μου καθώς η μητέρα μου είχε φύγει για την Ελλάδα προκειμένου να βρει δουλειά», είπε η Αμάντα στους αστυνομικούς σχετικά με το παρελθόν της.
«Όταν επέστρεψε η μητέρα μου από την Ελλάδα, μας πήρε και μέναμε όλοι μαζί στον Πειραιά. Η μαμά μου είχε βρει έναν άλλο σύντροφο με τον οποίο απέκτησε τα υπόλοιπα τρία αδέρφια μου και μεγαλώσαμε όλοι μαζί με τη μαμά του πατριού μου. Υπήρχαν πάντοτε προβλήματα στη σχέση μας, καθώς ο μεγάλος μου αδερφός με βίαζε μέχρι τα δώδεκα μου χρόνια, ενώ ο πατριός μου με παρενοχλούσε σεξουαλικά και με χτυπούσε».
Πώς την εκμεταλλεύτηκε ο Αλβανός
Στις αρχές Ιουνίου ο Αλβανός σωματέμπορος την προσέγγισε στην περιοχή της Ομόνοιας και προσποιήθηκε την «πατρική φιγούρα» που της έλειπε.
Στην πραγματικότητα, ο άρρωστος αυτός άνθρωπος προσέγγισε ερωτικά το κορίτσι και ανέπτυξαν σχέση. Παρόλο που δήλωνε ζηλιάρης, ο δράστης δεν δίσταζε να εκδίδει την κοπέλα και να την απειλεί σε περίπτωση που τον προδώσει.
Αρχικά της παρείχε σπίτι στη Ραφήνα και τεχνηέντως δημιούργησε ενοχές στην ανήλικη, λέγοντας ότι εκείνος της προσφέρει σπίτι ενώ εκείνη δεν ανταποδίδει με κάποιο τρόπο.
Κάποια στιγμή φέρεται να της είπε: «Αμάντα πρέπει και εσύ να φέρνεις χρήματα στο σπίτι». Ο δράστης φωτογράφισε την Αμάντα σε προκλητικές πόζες και πλαστογράφησε ταυτότητα με διαφορετικά στοιχεία, στην οποία η ανήλικη εμφανιζόταν ως 22 χρονών.
«Πληρώθηκα 210 ευρώ στο πρώτο μου ραντεβού. Μόλις βγήκα, ένιωθα πολύ άσχημα, ενώ αμέσως έδωσα όλα τα χρήματα στον…. Είχαμε αποφασίσει από πριν ότι όλα τα χρήματα που θα βγάζω θα τα δίνω στον… να τα διαχειρίζεται και ό,τι ήθελα θα μου το έπαιρνε αυτός».
«Ήταν αρκετά ζηλιάρης. Συχνά τσακωνόμασταν τόσο γιατί νόμιζε ότι τον κεράτωνα όσο και γιατί εγώ δεν ήθελα να δουλέψω σαν εκδιδόμενη. Στην αρχή όταν ξεκινήσαμε να μενουμε μαζί, είχα επικοινωνία και επαφή με δυο φίλες μου. Εκείνος όμως ήταν αρκετά ζηλιάρης και μου έλεγε πως πρέπει να σταματήσω να τις βλέπω. Όταν τσακωνόμασταν σήκωνε το χέρι του και με χτυπούσε κυρίως στο πρόσωπο αλλά και τα πόδια. Ήταν ιδιαίτερα νευρικός ενώ κάποιες φορές έπινε αλκοόλ και ναρκωτικά. Με τον καιρό επειδή δεν άντεχα τους καυγάδες, δεν έβγαινα μόνη μου με τα κορίτσια και πήγαινα παντού μαζί του», είπε στους αστυνομικούς.
Και συνέχισε: «Μου έλεγε ότι αν τον παρατήσω και τον καρφώσω στην Αστυνομία είτε αυτός είτε οι φίλοι του θα με βρουν και δεν θα μπορώ να κρυφτώ πουθενά. Φοβόμουν γιατί έχω δει τους φίλους του ήταν όλοι Αλβανοί και φυλακόβιοι, όποτε ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι αυτές οι απειλές θα τις κάνει πράξη. Επίσης με είχε απειλήσει με όπλο που είχε μέσα στο σπίτι. Όταν δεν άντεχα το ξύλ, τις πιέσεις, τις απειλές, είπα στις φίλες μου με τις οποίες είχα ξεκινήσει να μιλάω λίγο ότι θα τον αφήσω και δεν αντέχω άλλο. Ντρεπόμουν να τους πω για τη δουλειά που με είχε βάλει να κάνω και δεν ήθελα να το συζητάει ούτε με τους φίλους του».
Όσον αφορά τον τρόπο που λειτουργούσε το «γραφείο», η Αμαντα είπε στους αστυνομικούς τα εξής:
«Τη Δευτέρα το μεσημέρι με κάλεσε η τηλεφωνήτρια του γραφείου και μου είπε ότι έκλεισε ραντεβού σε ξενοδοχείο στο Παγκράτι. Ο άνδρας που θα ερχόταν ήταν ηλικιωμένος και καλός πελάτης του γραφείου οπότε θα έπρεπε να είμαι ιδιαίτερα προσεκτική μαζί του. Μου ζήτησε το τηλέφωνο του … [του Αλβανού που την εξέδιδε] για να μιλήσουν μέσω Viber για τα διαδικαστικά. Του είπε ότι θα έπρεπε να της στέλνει μήνυμα όταν μπαίνω και όταν βγαίνω από το ραντεβού. Οι συνομιλίες θα γίνονται μέσω viber και κάθε δυο μέρες κατόπιν συνεννόησης θα συναντιόμαστε με τον … και θα του δίνουμε τα λεφτά που αντιστοιχούν στο γραφείο ανάλογα με τα ραντεβού που έχω κάνει.»
Στο διαδίκτυο η αγγελία που ανήρτησε σε «ροζ» ιστοσελίδα έκανε λόγο για «22χρονη Εύα».
Στους αστυνομικούς η Αμάντα είπε ότι πήγαινε στα ραντεβού που της έκλεινε ο Αλβανός σωματέμπορος γιατί ήθελε με κάποιο τρόπο να προσφέρει και εκείνη κάτι σε εκείνον.
Την ιστοσελίδα στην οποία αναρτήθηκε η αγγελία με την Αμάντα, τη διαχειρίζεται Έλληνας, ο οποίος αναζητείται από την ΕΛ.ΑΣ, μαζί με την τηλεφωνήτρια.
Αφήστε μια απάντηση