«Με πήραν τηλέφωνο η μάνα και ο αδελφός του Δημήτρη, ήρθα να τους πάρω με το αυτοκίνητο και φύγαμε για το Λεφόκαστρο. Πηγαίναμε με 20χλμ στο δρόμο μήπως εντοπίσουμε κάτι, δεν βρήκαμε τίποτα όμως, ούτε το μηχανάκι, ούτε ίχνη που να μαρτυρούν πως έγινε εκεί κάποιο τροχαίο. Πήρε ο αδελφός του τον έναν από τους τρεις από την παρέα του Δημήτρη και τον ρώτησε σε ποιο σημείο περίπου έγινε το τρακάρισμα. Μας ανέφερε το μέρος, πήγαμε και δε βρήκαμε τίποτα. Εγώ το ξέρω καλά το μέρος, αν ήταν εκεί, θα το είχα δει. Μετά πήγαμε στο νοσοκομείο του Βόλου, όπου κάτσαμε μέχρι τα ξημερώματα. Στην επιστροφή είδαμε από μακριά το μηχανάκι στημένο όρθιο. Πριν που περάσαμε δεν ήταν εκεί. Πάθαμε σοκ. Δεν πιστεύω ότι είχε κάποιο ατύχημα, κάτι θα είχε φανεί στο δρόμο. Κάτι άλλο έγινε.»
Ο άλλος μάρτυρας, που βρήκε το μηχανάκι, μίλησε στο «Τούνελ» από τον τόπο όπου σύμφωνα με την παρέα, έγινε το «τροχαίο».
«Παίρνοντας αυτή τη στροφή διακρίναμε μ’ έναν φίλο μου το μηχανάκι πεσμένο. Θεωρήσαμε πως κάποιος είχε ατύχημα και όταν πλησιάσαμε, το αναγνωρίσαμε και καταλάβαμε πως ανήκε στον Δημήτρη. Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να ψάχνουμε, γιατί θεωρήσαμε πως θα ήταν κάπου κοντά. Πλησιάσαμε και βρήκαμε μέσα στο μπουφάν του το σκουφάκι που φορούσε συνήθως και ένα μπρελόκ με κλειδιά. Αποκλείεται να πέρασε κάποιος και να μην το είδε, ήταν σε πολύ εμφανές σημείο», κατέληξε ο μάρτυρας.
Αφήστε μια απάντηση